ζαρζαβάτι

ζαρζαβάτι
το
-ιού, και ζαρζαβατικό, το (λ. τουρκ.), λαχανικά: Έφερε ζαρζαβάτι φρέσκο από το λαχανόκηπό της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαρζαβατικό — και ζαρζαβάτι, το χορταρικό, λαχανικό, κηπευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zerzavat] …   Dictionary of Greek

  • ζαρζαβατικό — το βλ. ζαρζαβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”